Η Παναγία Σουμελά χθές, σήμερα, αύριο

Όπως κάθε Αύγουστο τέτοια μέρα, οι ξεριζωμένοι Έλληνες του Πόντου γιορτάζουν στα υψώματα του Βερμίου τη μεγαλύτερη θρησκευτική και εθνική γιορτή τους. Θρησκευτική, γιατί, με τον αληθινό σεβασμό που τους διακρίνει, θα αποθέσουν τον ευλαβικό ασπασμό τους στο σεπτό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης του Πόντου, της μητέρας όλων των ανθρώπων που πιστεύουν στην Ορθοδοξία, της μητέρας που βοήθησε αιώνες τον δοκιμαζόμενο ποντιακό ελληνισμό να αντλεί δύναμη και αισιοδοξία, χριστιανικό και ελληνικό φως, όταν οι βίαιοι εξισλαμισμοί λύγιζαν τα αποθέματα της ανθρώπινης σωματικής αντοχής. Εθνική, γιατί συσπειρωμένος ο ελληνισμός γύρω από τα μοναστήρια του Πόντου και ιδιαίτερα την Παναγία Σουμελά κατόρθωσε να διατηρήσει στα κατάβαθα της ψυχής του, όπως είχε γράψει ο παλιός ακούραστος εργάτης της Παναγίας Σουμελά Ευριπίδης Χειμωνίδης, άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας και να διατηρήσει σαν άγια των αγίων τις παραδόσεις, τα τραγούδια, τους χορούς μα πάνω απ' όλα το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη που χάρη στην τρίτη και την τέταρτη γενιά, σήμερα, διεκδικεί και από το ελλαδικό και όχι ελληνικό κράτος τον ανάλογο σεβασμό στην Ιστορία του Πόντου μέσα από την αναγνώριση της γενοκτονίας του.
 
Δεκαέξι αιώνες η Παναγία Σουμελά προστάτευε τον ελληνισμό της Ανατολής. Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Αθηναίοι μοναχοί, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, οδηγήθηκαν, στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Εκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού, λύθηκε, επίσης, σύμφωνα με την παράδοση, κατά ένα θαυματουργό τρόπο.
 
Η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό, μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που συνεχίζουν να το επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας, παρ' όλο που υποχρεώθηκε να μεταφέρει το θρόνο της στα υψώματα του Βερμίου, στην Καστανιά της Βέροιας.
Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι, όπως βιβλιοθήκη για τις ανάγκες των προσκυνητών. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
 
Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σ' απόσταση 2 χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 κρύψανε την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Γ' του Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου.
 
Η μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των αλλόπιστων και των κλεπτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απόκτησε. Μερικά περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια απ' αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για ν' ανασυσταθεί από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644. Τη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας ο Ιωάννης Β' ο Κομνηνός (1285-1293), ο Αλέξιος Β' ο Κομνηνός (1293-1330), ο Βασίλειος Β' ο Κομνηνός (1332-1340).
 
Μεγάλοι ευεργέτες της μονής ήσαν ο Μανουήλ Γ' ο Κομνηνός (1390-1417), και ο Αλέξης Γ" (1349-1390). Ο πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στο νέο της θρόνο, στην Καστανιά της Βέροιας. Ο Αλέξιος Γ' (1349-1390), τον οποίο έσωσε η Μεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Της χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλεια της. Γενικά προσέφερε τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως "νέος Κτήτωρ". Μέχρι το 1650 σωζόταν έξω από την πύλη του ναού η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή "Κομνηνός Αλέξιος εν Χριστώ σθένων / πιστός Βασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Μέγας / Αεισέβαστος, Ευσεβής, Αυτοκράτωρ / Πάσης Ανατολής τε και Ιβηρίας / Κτήτωρ πέφυκε της Μονής ταύτης νέος (1360 μ.Χ.) ΙΝΔ ΙΓ". Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Τουρκοκρατίας με Σουλτανικά Φιρμάνια και Πατριαρχικά Σιγίλλια. Οι Σουλτάνοι Βάγιατζιτ Β', Σελήψ Δ , Μουράτ Γ', Σελήμ Β', Ιμπραήμ Α', Μωάμεθ Δ', Σουλεϊμάν Γ', Μουσταφάς Β', Αχμέτ Γ", αναγράφονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες.
 
Η εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη μονή δεν είναι απόρροια μόνον θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης της θείας επέμβασης. Χαρακτηριστική είναι, όπως προαναφέραμε, η θαυματουργική διάσωση του Αλεξίου του Γ", από φοβερό ναυάγιο. Αλλά και οι Σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Αναφέρεται η περίπτωση του Σουλτάνου Σελήμ Α' που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του Αγιάσματος της μονής. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Μέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.
 
Τα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Νεότουρκων και των Κεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Από την εφημερίδα Αργοναύτης του Βατούμ δανείζομαι το προτελευταίο πάθημα της μονής Παναγίας Σουμελά. Δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου 1916. "Η Ιερά Μονή Σουμελά μετά την εκ της περιφερείας της υποχώρησιν των Τούρκων έμεινεν εκτός της υπό των Ρώσσων κατεχόμενης γραμμής εις απόστασιν 4 ωρών από Λιβεράς, 5 ωρών από του Δζεβιζλίκ, άλλων τόσων από της Σάντας. Όταν οι Τούρκοι μετά την υπό των Ρώσσων κατάληψιν του Δζεβιζλίκ υπεχώρησαν προς την Ζύγανα και τον Αγιον Ζαχαρίαν, απόσπασμα Κοζάκων, διελθόν δια του χωρίου Σκαλίτα εις απόστασιν μιας ώρας από την Μονήν διηυθύνθη προς την Γαλλίαιναν. Την Μονήν μας επεσκέφθη πρώτον εις Κοζάκος επ1 ονόματι Π. Σ. Τσουσώφ κατόπιν δε και άλλοι. Οριστική όμως κατοχή δεν έγινε και, επειδή εν τω μεταξύ αι επιχειρήσεις διεκόπησαν εις το τμήμα μας, οι Τούρκοι επανήλθον και κατέλαβον τα άνωθι της Μονής υψώματα, κατόπιν δε και τα χωρία της περιφερείας Λαραχανής και Κουσπιδή, τοιουτοτρόπως δε η Μονή απεμονώθη εντελώς.
 
Ουδεμίαν είχομεν είδησιν περί της πορείας των Τούρκων, όταν την Πέμπτην 14 Απριλίου είδομεν κατερχόμενους από μέρους της Σάντας μερικούς στρατιώτας1 παρευθύς, νομίζοντες ότι είνε Ρώσσοι απεστειλαμεν εις προϋπάντησίν των τον ιερομοναχον Βαρναβαν μετά του κ. Κώστη Σιδηροπούλου. Οποία όμως ήτο η έκπληξίς μας όταν τους είδομεν επιστρέφοντας μόνους. Οι στρατιώται, ως διέκρινον ούτοι καλώς, ήσαν Τούρκοι. Εισήλθομεν ευθύς όλοι ανήσυχοι εντός της Μονής και εκλείσαμεν την βαρείαν αυτής θύραν. Το τουρκικόν απόσπασμα εμφανισθέν μετ' ολίγον προ της Αγ. Βαρβάρας (παράρτημα της Μονής) παρέλαβε μεθ' εαυτού τον εργαζόμενον αυτόθι αρχιμ. θεοδόσιον, μετά του οποίου και προσελθόν έκρουσε την θύραν της Μονής. Ιδόντες όμως οι Τούρκοι ότι ματαιοπονούν, εγκατέλειψαν αβλαβή τον αρχιμ. θεοδόσιον και παραλαβόντες πέντε αγελάδας της Μονής, απεχώρησαν προς το δάσος Καρά-οσμάν, όπου ευρίσκοντο οι καταυλισμοί του όλου σώματος. Μετ1 ολίγον προ της θύρας της Μονής παρουσιάσθη ο 12ετής Κωνσταντίνος Αϊτίνογλου, Σανταίος υπηρετών εν τη Μονή και απουσιάζων κατά την έλευσιν των στρατιωτών. Έσωθεν εδόθη εις αυτόν να εννοήση το διατρεξαν, παρεκλήθη δε ούτος όπως καταβή εις Σκαλίτα όπως ειδοποίηση περί του κινδύνου. Το παιδίον εδίστασε κάπως κατ' αρχάς, κατόπιν όμως ανεχώρησεν. Την επαύριον ενεφανίσθη και πάλιν προ της θύρας ο αρχιμ. Θεοδόσιος μετά των 2 γραιών αίτινες επεριποιούντο τας αγελάδας της Μονής. Δεν ετολμήσαμεν όμως να τους ανοίξωμεν φοβούμενοι ενέδρας1 διετάξαμεν λοιπόν τας γυναίκας όπως παραλαμβάνουσαι τα ζώα της Μονής κατέλθουν εις Σκαλίτα, όπερ και έπραξαν αύται την επομένην. Ο αρχιμ. Θεοδόσιος διενυκτέρευσεν και πάλιν εν Αγ. Βαρβάρα, εισήχθη δε την επαύριον μετά πολλών προφυλάξεων εις την Μονήν.
 
Από της ημέρας εκείνης όλοι οι εν τη Μονή (49 εν όλω άτομα) ευρισκόμεθα ως εν πολιορκία. Τα τρόφιμα μας ήσαν πολύ ολίγα και τα όπλα μας ατελή. Πλην τούτου εστερούμεθα και πολεμοφοδίων. Ευθύς εκαθαρίσθη το ποσόν της διανομής άρτου εις έκαστον άτομον και συνεζητήθησαν τα μέτρα της αμύνης. Ταυτοχρόνως δυο μοναχοί απεστάλησαν εις Λιβεράν, όπως ζητήσωσι μέσον του Μητροπολίτου βοήθειαν από τας ρωσσικάς στρατιωτικάς αρχάς. Οι Τούρκοι επανήλθον επανηλειμμένως ζητούντες δι' απειλών, ή δια παρακλήσεων να τους ανοίξωμεν. Εκαστοι όμως επέστρεφον άπρακτοι. Το Σάββατο 16 Απριλίου, απόσπασμα τουρκικού στρατού εισήλθεν εις Σκαλίτα και ήρπασεν αγελάδας και πρόβατα" επιστρέφον δε καθ' οδόν συνήντησεν παρά το Κορντέν τους αγωγιάτας της Μονής, οίτινες μετά του αναφερθέντος Κωνσταντίνου Αιτίνογλου κατεγίνοντο εις το να αλέσουν τον εκ Τραπεζούντος κομισθέντα αραβόσιτον. Εκ της Μονής διεκρίναμεν ότι οι Τούρκοι παρέλαβον μεθ' εαυτών τους αγωγιάτας μετά του παιδιού, εκ των ακουσθέντων δε μετ' ολίγον τουφεκισμών υπεθέσαμεν κακούργημα, γενόμενον επί των δυστυχών τούτων. Πράγματι οι επιστρέφοντες την Κυριακήν εκ Λιβεράς μοναχοί, επιβεβαίωσαν τας υποθέσεις μας, διηγηθέντες ότι προ του ποταμού είδον το πτώμα ενός εκ των αγωγιατών. Πλην τούτου οι μοναχοί διηγήθησαν ότι ο Μητροπολίτης Ροδοπόλεως υπεσχέθη να ενεργήση, αλλ' ότι δεν υπήρχεν μεγάλη ελπίς ταχείας βοηθείας. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι δεν έπαυον τας επιθέσεις, ενεφανίσθησαν δε και αξιωματικοί και ελήφθησαν διάφορα μέτρα προς παραβίασιν της θύρας.
 
Όπως επιτύχωμεν την προσωρινήν έστω απομάκρυνσίν των εθέσαμεν και ημείς εις ενέργεια απειλάς, βλέποντες όμως το αδύνατον της μέχρι τέλους αντιστάσεως απεφασίσαμεν να επωφεληθώμεν της στιγμής της απομακρύνσεως των Τούρκων και να φύγωμεν. Να φύγωμεν όμως εγκαταλείποντες την θύραν της Μονής εντελώς ανοικτήν τούτο δεν ηδυνάμεθα ν' αποφασίσωμεν. Επί τέλους εις των μοναχών ανέλαβε να κλείση την θύραν μετά την έξοδον, αυτός δε να κατέλθη κατόπιν δια σχοινιού. Τούτο και έγινεν. Από τα έπιπλα και τα λοιπά κινητά της Μονής εκρύψαμεν ότι ήτο δυνατόν την δε εικόνα του Λουκά και το τίμιον ξύλον συμπεριλάβομεν μεθ' ημών και εξήλθομεν περί την 11 ώραν τουρκιστί, αποστείλαντες δυο μοναχούς ως προφυλακήν και άλλους ως οπισθοφυλακήν δια παν ενδεχόμενον. Τοιουτοτρόπως δε με τα γυναικόπαιδια εις το κέντρον και τους άνδρας ως σωματοφύλακες κατωρθώσαμεν με πολλούς κόπους να φτάσωμεν την 6 ώραν της νυκτός εις το χωρίον Αγουρτσινού, ένθα παρέμενον αι προφυλακαί του ρωσσικού στρατού. Εκείθεν την επαύριον διηυθύνθημεν εις Λιβεράν όπου εφιλοξενήθημεν υπό του Μητροπολίτου Κυρίλλου. Εκεί συνετάχθη και έκθεσις εκτενής περιλαμβάνουσα λεπτομερώς τα ανωτέρω εκτεθέντα ήτις και εδόθη εις τον αρχηγόν της ρωσσικής στρατιάς. Ο ρηθείς αρχηγός εδήλωσεν ότι η έκθεσις θα ληφθή υπ1 όψιν.
Εις των εν τη Μονή".
 
Το 1922 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι, διαπράττοντας το μεγάλο έγκλημα της πολιτισμικής γενοκτονίας. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Ελλήνων. Οι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού. Με ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της υποτιθέμενης ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
 
Το 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. Ο υπέργηρος Ιερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο πανέμορφος, ζωηρός και ζωντανός Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Από τον μοναχό Ιερεμία έμαθε ο Αμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Αμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για την Τραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Αθήνα όχι μόνο με τα σύμβολα μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου Λέων. Ιασωνίδης: "Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος".
 
Η εικόνα φιλοξενήθηκε 20 χρόνια στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Πρώτος ο Λέων. Ιασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Ελλάδας. Συγκεκριμένα έγραψε στην εφημερίδα Πατρίς των Αθηνών: "Αναζητήσωμεν εν ταις Νέαις Χώραις πάλαιαν τινά Σταυροπηγιακήν Μονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις "Νέαν Παναγίαν Σουμελά" και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι1 ους δεν είνε προσιτοί αι Αθήναι! Και θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμόνητους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των δεκαπέντε Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:
 
Εμέν Κρωμναίτε λένε με Κανέναν κι φογούμαι. Ση Σου μελάς την Παναγιάν θα πάγω στεφάνου μαι!"
Και ήρθε ο Κρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Κτενίδης κι έκανε πράξη στα 1951 την επιθυμία όλων των Ποντίων, έκανε πράξη το χθες με το σήμερα. Έστησε τη γέφυρα που μας ενώνει με την παλαίφατη ιστορική μονή, με τον αλησμόνητο Πόντο, που μας επιφυλάσσει, 75 χρόνια μετά τον ξεριζωμό, πολλές ευχάριστες εκπλήξεις.
Πολλοί ελλαδίτες συμπατριώτες μας μας μέμφονται ως αθεράπευτους νοσταλγούς κι ανεδαφικούς ονειροπόλους ενός παρελθόντος που έχει διαγραφεί πια από την ιστορία.
 
Προσωπικά, και πιστεύω ότι εκφράζω την πλειοψηφία των ελληνοποντίων, είμαι υπερήφανος και αθεράπευτος νοσταλγός της πατρώας γης, με την έννοια ότι η σκέψη μας θα μένει πάντα προσηλωμένη στον τόπο εκείνο όπου γεννήθηκαν και άφησαν τα κόκαλα τους οι παππούδες μας, δέσμιος των παραδόσεων, των ηθών, των εθίμων και της περήφανης ιστορίας. Όλων εκείνων που είναι τόσο ωραία, τόσο ελληνικά και τόσο ζυμωμένα με το "είναι" μας, ώστε η απάρνησή τους θα ήταν και απάρνηση του εαυτού μας.
 
Τέλος οι Πόντιοι δεν είναι ανεδαφικοί ονειροπόλοι, ούτε επειδή διατηρούν άσβεστη στην ψυχή τους τη φλόγα του μεγαλοϊδεατικού ονείρου της επαναλειτουργίας της παλαιάς μονής, ενός ονείρου που ανανεώνεται κάθε χρόνο το Δεκαπενταύγουστο με το υπέρτατο χρέος του προσκυνήματος της Σεπτής εικόνας της Παναγίας Σουμελά. Γιατί δεν είναι ανεδαφικός οραματισμός η σκέψη πως κάποια μέρα, όπως έλεγε και ο Ευριπίδης Χειμωνίδης, η Μεγαλόχαρη θα ξαναγυρίζει στον παλιό, τον ιστορικό της θρόνο. Η σκέψη δεν αναφέρεται στη σημερινή ή την επόμενη γενιά. Το μέτρο της εκτίμησης μεταφέρεται από τη μια γενιά στις πολλές γενεές, από το χειροπιαστό σήμερα στο άδηλο μέλλον, από τη ζωή των ατόμων στη ζωή των λαών. Τότε το μέτρο αλλάζει και ένα σημερινό ανεδαφικό όνειρο μπορεί να μπει στην περιοχή της πιθανής πραγμάτωσης, με κάποιο τρόπο που δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο πολεμικός, φτάνει να υπάρχει το Όνειρο.
 
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας