Κάτω τα χέρια από σπίτι του Κεμάλ

H πρόσφατη αναφορά περί ιεροεξεταστών που ενοχοποιούν βιβλία, δημοσιευμένη στην Ελευθεροτυπία της 15ης Ιουνίου 2010, η οποία υπογράφεται από μια ομάδα λογοτεχνών και εν γένει πνευματικών ανθρώπων καθιστά επιτακτική ανάγκη τον επαναπροσδιορισμό  των όσων καταγγέλλονται κυρίως επειδή ως ιεροεξεταστές ή ως άλλου νεότεροι Δον Κιχώτες εμφανιζόμαστε στο παρόν δημοσίευμα να παλεύουμε με ανεμόμυλους και μαζί να μην κατανοούμε τα αυτονόητα, δηλαδή το δικαίωμα των πολιτών αυτού του τόπου να εκφράζονται λογοτεχνικά με απόλυτη ελευθερία.

Πρώτα-πρώτα οι επιθέσεις ενάντια στην Κεντρική Επιτροπή εξετάσεων και τη λογική της δεν σημαίνουν αυτόχρημα και πολεμική ενάντια στον Γιώργο Ιωάννου και πολύ περισσότερο ενάντια στη λογοτεχνία. Και είναι άξιον απορίας πώς και γιατί θεωρήθηκε λογικά εφικτό να καταλήγουμε πάντα σε προκείμενες που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του συλλογισμού και της λογικής ακολουθίας των πραγμάτων.

Δηλώνουμε ευθέως ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε διατρανώνουμε όλοι μαζί την ανάγκη  α) για σεβασμό της επιστημονικής αλήθειας αλλά και της αλήθειας της τέχνης β) για εκτίμηση των κατακτήσεων του Διαφωτισμού που διακήρυξε ανάμεσα στα άλλα και το δικαίωμα των λαών ή των εθνών  για αυτοέκφραση και αυτοπροσδιορισμό γ) για διαρκή κινητοποίηση ενάντια στη βία, την καταπίεση και τη μαζική εξόντωση στο όνομα της οποιασδήποτε ιδεολογίας δ) για απενοχοποίηση της όποιας λογοτεχνίας ή και τω ν άλλων μορφών τέχνης των οποίων χρέος δεν είναι βέβαια να αντιγράψουν την πραγματικότητα ή να την κωδικοποιήσουν σε κανόνες γνωστικούς ή να την εξιδανικεύσουν φαλκιδεύοντας την αισθητικής μας.

Θεωρούμε μαζί με σας ότι η τέχνη εκφράζει το μεγαλείο του ανθρώπινου θυμικού δρα μέσα μας και μας καταξιώνει υπαγορεύοντας άλλοτε την μορφοποίηση των ιδεών και άλλοτε την ιδεοποίηση των μορφών. Πιστεύουμε πως η τέχνη μπορεί να αλλάξει την κοινωνία και παλεύουμε για αυτό.

Με γνώμονα αυτές τις παραδοχές δεν μπορούμε βέβαια να κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν να θεωρείτε ότι η κριτική μας στην εξεταστική επιτροπή συνυφαίνεται με την απαξίωσή μας απέναντι στο έργο και την προσωπικότητα του Γ. Ιωάννου που είναι ότι καλύτερο έχει να αναδείξει «η πρωτεύουσα των προσφύγων» η Θεσσαλονίκη της ψυχής μας, εκεί όπου ο ερωτισμός του περιδιαβάζει τα σοκάκια της παλιάς πόλης, αναδεικνύει τις κρυμμένες μορφές πάνω από τα τείχη, μορφοποιεί τις καβαφικές ρήσεις με σύγχρονη προοπτική και έπειτα ξαποσταίνει στα «εβραίικα μνήματα»  θαυμάζοντας τους περαστικούς, «εφήβους και μη» που περνούν βιαστικοί. Πρόσφυγας ο Ιωάννου όχι μόνο μετουσιώνει με τον δικό του τρόπο τον καημό της προσφυγιάς και του ξεριζωμού αλλά και μνημονεύει στα κείμενά του για τις λαϊκές πολυκατοικίες τις μιζέριες και τις στερήσεις των ξεριζωμένων. Πραγματικά όσα έδωσε ο Γ. Ιωάννου με τα πεζολογικά του διηγήματα για την κατανόηση του προσφυγικού ζητήματος χωρίς λυρικές εξάρσεις ή θαυμαστικές ψυχικές φορτίσεις δεν αποδόθηκε από κανέναν βερμπαλιστή εργάτη της εξύμνησης της προσφυγιάς.

«οι εδώ πληθυσμοί, οι ντόπιοι, οι εντός των ορίων του ελεύθερου κράτους γεννημένοι και εγκατεστημένοι δε δέχτηκαν καθόλου με ευχαρίστηση τους πρόσφυγες. Τους είδαν σαν ορδές που ήρθαν αν τους πάρουν γη, σπίτια και δουλειές.. Όλοι αυτοί λύσσαξαν με τους πρόσφυγες, τους φτωχούς και τους ελεεινούς, τους έκλεισαν κατάμουτρα τις πόρτες, τους γκετοποίησαν..»

Για αυτό και εμείς γόνοι εκείνων των προσφύγων που τους ζωντανεύει στην σκέψη μας το έργο του Ιωάννου δεν τολμούμε να διανοηθούμε πως θα είχαμε την πρόθεση να  ενοχοποιήσουμε τον πνευματικό εργάτη που δίνει σάρκα και οστά στους καημούς των πατεράδων μας και συντηρεί τη συλλογική προσφυγική μνήμη.

Πρόκειται λοιπόν για μια αδικαιολόγητη παρεξήγηση: αν δεν στρεφόμαστε εναντίον του Ιωάννου θα μπορούσαμε άραγε ποτέ να στραφούμε ενάντια στην τέχνη;  Αυτήν που δίνει περιεχόμενο στη ζωή μας και βαθιά λυρική ζεστασιά στην καθημερινότητά μας; Γιατί άραγε νομίσατε κάτι τέτοιο; Εκτός αν η Επιτροπή Εξετάσεων προσδιορίζει με τις επιλογές της το μέτρο της δικής μας ευαισθησίας..

Και ερχόμαστε τώρα στο τι πραγματικά καταγγείλαμε και στο τι κυρίως πλήγωσε την ευαισθησία μας. Για να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. 

Πρώτα από όλα η χρησιμοποίηση την 19η Μαϊου (ημερομηνία με ξεχωριστή σημειολογία για τον Νεότερο τουρκικό κράτος)  του σπιτιού του Κεμάλ (προσώπου με συγκεκριμένη αναφορά σε μια κατηγορία ξεριζωμένων, πληγωμένων και κυνηγημένων ή ελεεινών όπως λέει ο Ιωάννου Ελλήνων). Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών μας παραθέτουμε λίγες γνώσεις ιστορίας: την 19η Μαϊου-εθνική γιορτή σήμερα των Τούρκων- ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα (Αμισό) με το πλοίο Μπάντηρμα και αρχίζει ανένδοτο αγώνα ενάντια στους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Οι Τούρκοι κάνουν μνεία σε όλους τους δρόμους και τα βιβλία τόσο της επετείου όσο και της σημασίας της, μιας σημασίας που αναγνωσμένη από τη δική μας πλευρά σημαίνει την επικείμενη τραγωδία και το ξερίζωμα. Και ποιος ήταν ο Κεμάλ; Ένας αιματοβαμμένος εθνικιστής πολιτικός που έβαλε τα θεμέλια της νέας Τουρκίας πατώντας επί πτωμάτων: η  γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων στη Μικρά Ασία και τον Πόντο είναι μια από τις πτυχές της ανθρωπιστικής εξολόθρευσης των ελληνικών πληθυσμών που συνωστίζονταν στις παραλίες της Μικράς Ασίας και τους απάλλαξε φιλανθρωπικά από τη μίζερη ζωή τους.. Και όμως η Επιτροπή των θεμάτων θυμήθηκε τον ίδιο Κεμάλ την ίδια μισερή ημερομηνία ίσως για να μας βοηθήσει στο πλαίσιο μιας μεγάλης υπέρβασης να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία με το βλέμμα του Κεμάλ και μέσα από τους διαστρεβλωτικούς φακούς της υπερδύναμης των ΗΠΑ που ονειρεύεται συνδιαχείριση του Αιγαίου με υψηλή επιστασία.

Έπειτα ο ανθρώπινος πόνος δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι κοινός για τους πρόσφυγες και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Είναι αυτός που δεν οριοθετείται, αφού τη σκέψη του πρόσφυγα, όπως λέει ο Σεφέρης , ή την σκέψη του αιχμαλώτου δεν μπορούμε να την παλαίψουμε ..η φρίκη δεν παλεύεται γιατί είναι ζωντανή και προχωράει.. Δεν αμφιβάλλουμε λοιπόν ότι ο πόνος της προσφυγιάς είναι κοινός. Αρνούμαστε όμως να τον ξεχάσουμε. Και συστρατευόμαστε με τους Ιωάννου και τους λοιπούς που τον κάνουν παράπονο και τραγούδι. Και αντιστεκόμαστε σε όλους εκείνους που είναι νεκροθάφτες της ιστορικής μας μνήμης. Όχι γιατί είμαστε εθνικιστές, ιεροεξεταστές ή ιμπεριαλιστές.

Αλλά επειδή διεκδικούμε το δικαίωμα να μην απεμπολούμε την κληρονομιά μας, να μην γονατίζουμε μπροστά στους συσχετισμούς των δυνάμεων και να παλεύουμε μέσα από τις εμπειρίες, τις μνήμες και τα βιώματα του το χθες το σήμερα που μας ανήκει και το αύριο που έρχεται. Και θυμόμαστε όλους εκείνους τους συγγραφείς που το 1923 συσπειρώθηκαν για να κάνουν μια τελείως διαφορετική καταγγελία: να καταμηνύσουν σε όλη την ανθρωπότητα ότι η τουρκική βαρβαρότητα, η γενοκτονία και η μισαλλοδοξία δεν θα περάσουν αλλά θα συναντήσουν την κατακραυγή και την αποδοκιμασία των πολιτισμένων εθνών.. τότε. Υπογράφων και ο Καζαντζάκης.

Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν.. πόσοι από μας σήμερα θυμούνται τον αγώνα του Καζαντζάκη να διασώσει τους κυνηγημένους Έλληνες του Καυκάσου που πέθαιναν στον Κεμαλικό παράδεισo από την πείνα και τη βία των ορδών του Κεμάλ και των φίλων του τσετών; Πόσοι από σας θυμάστε τους πνευματικούς ανθρώπους του χθες που αντιλαμβάνονταν χωρίς παρερμηνείες τα μηνύματα της ιστορίας;

Αν λοιπόν του Κεμάλ το σπίτι είναι για όλους τους Θεσσαλονικιούς ένα από τα τοπωνύμια της πατρίδας του, όπως εξάλλου και για τον Ιωάννου, εραστή της πόλης και εκφραστή του άδηλου πλούτου της η σημειολογία της ημερομηνίας που δόθηκαν τα θέματα σε συνδυασμό με το όνομα του σταυρωτή των Ελλήνων της Ανατολής τραυματίζει την ευαισθησία μας ως Ελλήνων  που καταγόμαστε από εκείνα τα άγια μέρη και θέλουμε να νιώθουμε την ανάσα του ελληνικού κράτους να μας περιβάλλει με στοργή στη νέα μας πατρίδα..

Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής  Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας