Γώγος Πετρίδης ο πατριάρχης της Ποντιακής λύρας

Ο "Πατριάρχης" της Ποντιακής λύρας Γώγος Πετρίδης και το κενό ..μέσα μας
 
Η πορεία των Ελλήνων μέσα στο χρόνο σφραγίστηκε από τη γεωγραφική θέση της χώρας : από τη μία ο τόπος μας γνώρισε και αφομοίωσε πολιτισμούς που διασταυρώθηκαν στη συμβολή αυτή της Ασίας και της Ευρώπης.
Από την άλλη όμως , η θέση αυτή - θέση κλειδί - στρατηγικά ανάμεσα σε τρεις ηπείρους και πέντε θάλασσες , άνοιγε πάντα , τόσο τις ορέξεις των γειτόνων, όσο και των "μεγάλων" της οικουμένης. 
Βάρβαροι και πολιτισμένοι , με το γιαταγάνι ή με το σταυρό , κατάφεραν μέσα στο διάβα των χρόνων να απομακρύνουν τον Ελληνισμό από τις προαιώνιες κοιτίδες του στον Πόντο και να τον εξωθήσουν σε μια δραματική προσφυγιά.
 
Από τότε το νερό κύλησε στο αυλάκι, οι Πόντιοι μεγαλούργησαν στις νέες τους πατρίδες, και η παρουσία τους στο χώρο και τον χρόνο συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξη του νεότερου Ελληνισμού. Εκείνο όμως που δεν έσβησε αλλά εξακολουθεί να μας προσδιορίζει είναι η συναίσθηση ότι το αίτημα ημών των επιγόνων για τη δικαίωση των νεκρών και των εκτοπισμένων οφείλει να προσλάβει πλέον σήμερα διαστάσεις, να γίνει πόθος, αγωνιστική εγρήγορση και αντικείμενο μέριμνας όλων.
 
Μέσα σε αυτό το συναισθηματικό τοπίο όλοι εμείς ακολουθούμε μερικούς λαμπρούς φάρους της μουσικής και καλλιτεχνικής μας παράδοσης που με τη δράση τους και το έργο τους συνεισφέρουν ποικιλότροπα στην αυτογνωσία μας, στην εσωτερίκευση της ταυτότητάς μας και στην επιδίωξη της διάχυσης των παραμέτρων που την προσδιορίζουν.
 
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους προς τον οποίο κλίνομε ευλαβικά το γόνυ και τον οποίο αποκαλούμε με όλο το βάρος του σημαινόμενου "Πατριάρχη" της ποντιακής μουσικής μας παράδοσης είναι ο λυράρης Γώγος Πετρίδης, ο δικός μας Γώγος, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται σήμερα 25 χρόνια.
 
Δεν θα μπω στον πολύ ελκυστικό πειρασμό να σας μιλήσω για τον Γώγο, να ξετυλίξω μια-μια τις ψηφίδες της ζωής του και να τις αποθέσω με ευλάβεια στα πόδια σας, στίγματα μιας ζωής με ουσιαστικό περιεχόμενο. Θα αρκεστώ στην αφήγηση των δικών μου συναισθημάτων, αυτών που είναι πάντοτε παρόντα και ζωντανά κάθε φορά που αφήνω την ψυχή μου να καλπάζει μεθυσμένη από το θαυμαστό άγγιγμα της λύρας του.
 
Κλείστε μαζί μου τα μάτια, αφήστε την ψυχή σας ελεύθερη από κούφιες βιοτικές μέριμνες και δώστε στον Γώγο το απόλυτο δικαίωμα να ακουμπήσει το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλάτε κάπου στα βάθη του δικού σας ασυνείδητου. Και τότε θα συμφωνήσετε μαζί μου πως έχετε γητευτεί, λες και σας άγγιξε το παίξιμο του Ορφέα στα λημέρια των Δρυΐδων, εκεί όπου οι Νύμφες με τα ξέπλεκα μαλλιά ζευγαρώνουν μέσα στην απόλυτη αρμονία με τον θεϊκό άγγιγμα των αθανάτων.
 
Μια γοητεία που θα σας κάνει να ανακαλέσετε μέσα σας το θέριεμα της φύσης, το κελάρυσμα των ποταμών του Πόντου, την γαλήνη που βασίλευε στα πατρογονικά παρχάρια, την απέραντη ομορφιά των βουνών που τραυματίζουν το φρύδι του ορίζοντα. Είναι οι στιγμές της απόλυτης ταύτισης των χρονικών συμφυρμών, της σύζευξης των ορίων, της γοητευτικής απουσίας της λογικής.
 
Είναι οι στιγμές που η λύρα του Γώγου μας μεταφέρει στα λημέρια του Διγενή Ακρίτα και μας συντροφεύει ενώ παρακολουθούμε την πάλη με τον χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Είναι οι στιγμές που κατεβαίνουν από το κάστρο της Κασταμονής και από το παλάτι της Τραπεζούντας οι Μεγαλοκομνηνοί να προσκυνήσουν το θεϊκό άγγιγμα της λύρας. Είναι οι στιγμές που ο Άγιος Παύλος, η Ζύγανα και του Αρμαλού το Χάνι, υποδέχεται τη συντροφιά του Σταύρη, πατέρα του Γώγου που ευωδίαζε επίσης ορφικά για τα φωτίσια του γιου του την Κρώμνη, τη Σάντα, την Όλασσα και το Φαντάκ.
 
Εμέν Κρωμέτε λέγʼνε με
κι εγώ Κρωμέτες ʼκʼ είμαι
το σπίτι μʼ εν σην Όλασσα
και Φαντακέτες είμαι.
 
Και τότε στέκεις εκστατικός μπροστά στο μεγαλείο της τέχνης. Μιας τέχνης που αναδύεται κυρίαρχη, μέσα από το υγρό τοπίο ανεβαίνει σιγά-σιγά τα λιμάνια και τους ορμίσκους της Μαύρης θάλασσας, σκαρφαλώνει στο κάστρο της Σινώπης και έπειτα μας καλεί να ανοίξουμε την ψυχή μας και να την αγαπήσουμε σαν να μη φύγαμε ποτέ από τα μέρη εκείνα..
 
Τέτοιες στιγμές ο μεγάλος λυράρης γινόταν ημίθεος στη σκέψη μας. Δεν ήταν πια ένα άτομο με πολύ πεπερασμένα όρια. Ήταν εκείνος που συνέχιζε μια σχολή που ξεκινούσε από τους στρατιώτες του Διγενή και αντηχούσε αιώνες τώρα στον βυζαντινό Πόντο, περνούσε μέσα από την παράδοση που επέζησε την εποχή της Αυτοκρατορίας του Πόντου και συνεχιζόταν τα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης. Δεκάδες, εκατοντάδες λυράρηδες δικαιώνονταν μέσα από το παίξιμό του, αναζητούσαν τη δική τους θέση στο ποντιακό πάνθεο και στην ψυχή μας.
Δεν έχω πολλά ακόμα να πω για το απύθμενο βίωμα της απόλυτης ευδαιμονίας που διασφάλιζε το μαγικό άγγιγμα της χορδής της λύρας του Γώγου. Θα σας θυμίσω μόνο ότι, όταν αυτό συνοδευόταν από την φωνή του Χρύσανθου η ψυχή των Ποντίων ριγούσε και η ανάταση ολοκληρωνόταν με έναν απόλυτο τρόπο.
 
Και απευθύνομαι τώρα σε όλους εμάς τους μορφωμένους καλαμαράδες που ψάχνομε για τα ψήγματα της ποντιακής ταυτότητας σε σκονισμένα αρχεία σπαρμένα από την αχλή του χρόνου, μαραμένα από το πέρασμα των αιώνων.
Θα μπορέσουμε κάποτε μετά από τον αγώνα μιας ζωής να υποκαταστήσουμε μια στιγμή έστω αυτό το θεϊκό παίξιμο και να μπούμε βαθιά μέσα στην ψυχή των συμπατριωτών μας για ελάχιστα έστω δευτερόλεπτα με τον καταλυτικό τρόπο που το έκανε ο Γώγος που το πετύχαινε ο Χρύσανθος; Θα είναι ποτέ το έργο μας μέρος της βιωμένης εμπειρίας του ποντιακού λαού ή θα σκονίζεται σε αραχνιασμένες βιβλιοθήκες με ψηλά ράφια;
 
Το ερωτηματικό που με διακατέχει δεν είναι έκφραση προσωπικής μιζέριας ούτε αίτημα αυτό-επιβεβαίωσης. Αποτυπώνει τον εύλογο σεβασμό και θαυμασμό μου απέναντι στον άνθρωπο που σημάδεψε περισσότερο από όλους μας τις ψυχές μας. Στον άνθρωπο που μας χάρισε μια λυρική αποτύπωση της ταυτότητας και του πολιτισμού μας.
 
Στον άνθρωπο που ανάλωσε μια ζωή για να μας χαρίσει όλο τον Πόντο..
Σήμερα που κλήθηκα να σας φέρω πιο κοντά αυτό το γοητευτικό και θαυμαστό μαζί άτομο έναν δικό μας άνθρωπο, η πένα μου διστάζει να καλύψει με μελάνι το κενό που η απουσία του δημιούργησε στη ζωή μας. Και ο λόγος μου δειλιάζει να βάλει σε τάξη και να μεταδώσει τα συναισθήματα που με διακατέχουν κάθε φορά που θυμάμαι τη μεγάλη απώλεια που σημασιοδοτεί για την φυσιογνωμίας μας η απουσία του μεγάλου λυράρη.
 
Και αυτό όχι γιατί δεν είμαι αισιόδοξος πως η σπίθα που αυτός άναψε θα μεταδοθεί και θα δημιουργήσει νέους Γώγους που μοχθούν ήδη για την επίτευξη ανάλογων εγχειρημάτων. Πιστεύω στη νεολαία μας και αισιοδοξώ για το δικό της μέλλον, παλεύω να αναδείξω τη δική της συμβολή στον ποντιακό Ελληνισμό. Πέρα όμως από αυτή την βεβαιότητα το κενό μεγαλώνει όσο περνάν τα χρόνια. Και η μόνη μας παρηγοριά είναι ότι το σύντομο πέρασμα του Γώγου από τη ζωή μας άφησε γοητευτικούς λυρικούς καρπούς που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στην ποντιακή μας ταυτότητα. Καρπούς που μας κάνουν πολλαπλά περήφανους.
 
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας